- ερείπιο
- ruine
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ερείπιο — το 1. καθετί το καταστραμένο, αλλ. χάλασμα, ρημάδι, σαράβαλο. 2. στον πληθ., ερείπια λείψανα, απομεινάρια καταστραμμένου κτίσματος. 3. μτφ., για άνθρωπο, ο εξαντλημένος ψυχικά ή σωματικά: Έγινε ερείπιο από την αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… … Dictionary of Greek
χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση … Dictionary of Greek
χαλαβρώνω — Ν 1. (μτβ.) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο 2. (αμτβ.) γίνομαι ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαβρο / χαλάβρα (πρβλ. και χαρβαλώνω)] … Dictionary of Greek
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek
σύντριμμα — το, ατος και συντρίμμι, το 1. θραύσμα, κομμάτι: Έπεσε το πιάτο από τα χέρια του κι έγινε συντρίμμια. 2. ερείπιο: Συντρίμμια του αρχαίου ναού. 3. ψυχικό ερείπιο: Με έκανες συντρίμματα. – Έγινε συντρίμμι από τη συμφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Deka Endoles — Δέκα Εντολές Studio album by Despina Vandi Released December 1997 Recorded … Wikipedia
Despina Vandi (album) — Despina Vandi Δέσποινα Βανδή Compilation album by Despina Vandi Released 2005 Recorded 1994 2000 Genre Laïka … Wikipedia
βιράνι — το το ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. viran «έρημος»] … Dictionary of Greek
γκρεμώ — και μ(ν)άω 1. γκρεμίζω 2. καταστρέφω 3. (για άψυχα) καταρρέω, γίνομαι ερείπιο (α. «γκρέμησε το σπίτι» β. «μη φοβάσαι, δεν γκρεμάει το σπίτι» δεν υπάρχει περίπτωση να καταρρεύσει) 4. γκρεμιέμαι καταρρέω («ολημερίς νά χτίζουμε, το βράδυ να… … Dictionary of Greek
ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… … Dictionary of Greek